μόναιπος

μόναιπος
μόναιπος, ὁ (Α)
βλ. μόναπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μόναπος — και μόναιπος ὁ (Α) παιονική ονομασία για τον βόνασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. manyā «λαιμός, τράχηλος», αρχ. άνω γερμ. mana «χαίτη», λατ. monīle, «περιτραχήλιο» (πρβλ. μανιάκης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”